Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Ηρόδοτος: η μάχη του Μαραθώνα-μετάφραση


Ενόψει της επίσκεψής μας (17/12/2009) στην Έκθεση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με θέμα "Η μάχη του Μαραθώνα: ιστορία και θρύλος", μπορείτε να δείτε ή και να καταβάσετε στον υπολογιστή τη σχετική διήγηση του γεγονότος από τον Ηρόδοτο (σε νεοελληνική μετάφραση Άγγελου Βλάχου από το βιβλίο του Ηροδότου. Η Ιστορία των Περσικών Πολέμων. Βιβλίο έκτο: Ερατώ. Αθήνα 2005: εκδ. Ωκεανίδα, σσ. 452-462). Διαβάζοντας το κείμενο μπορείτε, καταρχάς, να επιβεβαιώσετε, ή και να προσθέσετε, στοιχεία για το έργο του Ηροδότου, λαμβάνοντας υπόψη σας τα όσα αναφέρονται για τον "πατέρα της ιστορίας" στην εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου "Αρχαίοι έλληνες ιστοριογράφοι", σ. 13. Ύστερα, μπορείτε να συγκρίνετε την αρχαιοελληνική ιστορική διήγηση με μια σύγχρονη, που εμφανίζεται στα δύο βίντεο. Κρατείστε σημειώσεις, εντοπίζοντας αναλογίες και διαφορές ανάμεσα στις δύο διηγήσεις, εκφράζοντας ελεύθερα και τις γενικότερες κρίσεις/προτιμήσεις σας.

Για να προσδιορίσετε τις κινήσεις των αντιπάλων στον χώρο, έχετε τη δυνατότητα να συνεμφανίσετε το κείμενο (αρχαίο ελληνικό ή σε, αγγλ. όμως, μετάφραση) με τον χάρτη της Google, πηγαίνοντας σε αυτή την ιστοσελίδα. Για να βρεθείτε στο οικείο χωρίο, συμπληρώστε στο πεδίο "jump to", που βρίσκεται πάνω δεξιά της ιστοσελίδας, το "6.94", όπως φαίνεται στην επόμενη εικόνα [κάντε κλικ επάνω της για να τη δείτε καλύτερα].


Α. Η προετοιμασία
[94] Οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Αιγινήτες, ενώ ο βασιλιάς των Περσών προετοιμαζόταν, αφού μάλιστα ο υπηρέτης του τού υπενθύμιζε διαρκώς να μην ξεχνά τους Αθηναίους και οι Πεισιστρατίδες που ζούσαν στην Αυλή του κακολογούσαν τους Αθηναίους. Εκτός αυτού ο Δαρείος σκόπευε να υποδουλώσει την Ελλάδα προφασιζόμενος ότι επιτίθεται εναντίον εκείνων που δεν είχαν δώσει γη και ύδωρ. Τον Μαρδόνιο, ο οποίος απέτυχε στην πρώτη εκστρατεία, τον καθαίρεσε από στρατηγό και όρισε άλλους στρατηγούς για την εκστρατεία εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας, -τον Μήδο Δάτι και τον Αρταφέρνη, γιο του Αρταφέρνη, ανεψιό του. Τους έδωσε εντολή να εξανδραποδίσουν την Αθήνα και την Ερέτρια και να του φέρουν μπροστά του ανδράποδα.


Ανάγλυφο γλυπτό από τα ανάκτορα της Περσέπολης, με τον Δαρείο (καθιστό) και τον κληρονόμο γιο του Ξέρξη (όρθιο πίσω του). Κρατάνε, χάλκινα ή χρυσά, βάζα με λωτό, για να τα παραδώσουν στα υπόλοιπα μέλη της αυλής ως προσφορά σε θρησκευτική γιορτή.


[95] Οι διορισμένοι από τον βασιλιά στρατηγοί πορεύονταν και έφθασαν στην πεδιάδα των Αλών, στην Κιλικία, με στρατό πολύαριθμο και καλά εφοδιασμένο. Ενώ στρατοπέδευαν εκεί, κατέπλευσε και ενώθηκε μαζί τους όλος ο στόλος που είχε διαταχτεί κάθε πόλη να ετοιμάσει, καθώς και τα καράβια για τη μεταφορά των ίππων, τα οποία ο Δαρείος είχε δώσει εντολή στους φόρου υποτελείς του να ετοιμάσουν ένα χρόνο νωρίτερα. Κι αφού επιβίβασαν τα άλογα σ’ αυτά και το πεζικό στα άλλα πλοία, ξεκίνησαν με εξακόσιες τριήρεις για την Ιωνία. Δεν ακολούθησαν τα παράλια, με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο και τη Θράκη, αλλά ξεκινώντας από τη Σάμο έπλεαν ανάμεσα από τα νησιά που βρίσκονται κοντά στην Ικαρία. Φοβόνταν, νομίζω, να περιπλεύσουν τον Άθω, επειδή την προηγούμενη χρονιά που το επιχείρησαν, έπαθαν μεγάλη συμφορά. Αλλά και η Νάξος τους ανάγκαζε σ’ αυτή την πορεία, γιατί δεν την είχαν ακόμα κυριέψει.


Ζωοφόρος με τοξότες της αυτοκρατορικής φρουράς (επονομαζόμενοι "αθάνατοι"), από τα ανάκτορα της Περσέπολης


[96] Όταν πέρασαν το Ικάριο πέλαγος, και κατέπλευσαν στη Νάξο (ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας των Περσών), οι Νάξιοι, οι οποίοι δεν είχαν ξεχάσει τι έπαθαν την πρώτη φορά, κατέφυγαν στα βουνά και ούτε αντιστάθηκαν. Οι Πέρσες υποδούλωσαν όσους συνέλαβαν κι έβαλαν φωτιά και στους ναούς και στην πολιτεία. Ύστερα έφυγαν για τ’ άλλα νησιά.

[97] Ενώ οι Πέρσες έκαναν αυτά, οι Δήλιοι εγκατέλειψαν τη Δήλο και κατέφυγαν στην Τήνο. Όταν ο στόλος πλησίασε στη Δήλο, ο Δάτις, ο οποίος προπορευόταν, δεν άφησε τα καράβια να αγκυροβολήσουν στο νησί, αλλά τα έστειλε στη Ρήνεια. Μόλις πληροφορήθηκε πού βρίσκονται οι Δήλιοι, τους έστειλε κήρυκα και τους μήνυσε τα εξής: Άνθρωποι ιεροί, γιατί φύγατε αφού δεν ξέρετε καν τους σκοπούς μου; Εγώ ο ίδιος έχω αρκετή φρόνηση και ο βασιλιάς μου μού έδωσε εντολές ο τόπος που γεννήθηκαν δύο θεοί να μην πάθει τίποτε, ούτε ο τόπος ούτε οι κάτοικοι. Λοιπόν, γυρίστε τώρα στα σπίτια σας και μείνετε στο νησί σας. Αυτό το μήνυμα έστειλε με κήρυκα στους Δηλίους και ύστερα διέταξε κι έβαλαν τριακόσια τάλαντα λιβανωτό επάνω στον βωμό και θυμίασε.

[98] Στη συνέχεια ο Δάτις κατευθύνθηκε με τον στόλο πρώτα εναντίον της Ερέτριας, έχοντας μαζί του και Ίωνες και Αιολείς. Μετά την αναχώρησή του έγινε σεισμός στη Δήλο, όπως έλεγαν οι Δήλιοι, για πρώτη και τελευταία φορά έως σήμερα. Ίσως αυτό να ήταν ένα σημείο με το οποίο ο θεός έδειχνε στους ανθρώπους τα μελλούμενα δεινά. Όσο βασίλευαν ο Δαρείος, γιος του Υστάσπη, ο γιος του Ξέρξης και ο εγγονός του Αρταξέρξης, στις τρεις αυτές γενεές η Ελλάδα έπαθε περισσότερες συμφορές παρά στις είκοσι γενεές πριν από τον Δαρείο. Πολλές από αυτές τις προκάλεσαν οι Πέρσες και άλλες οι πόλεμοι που έκαναν μεταξύ τους οι κορυφαίες πολιτείες της Ελλάδας. Έτσι δεν είναι διόλου περίεργο που σείστηκε η Δήλος, η οποία ποτέ πριν δεν είχε σειστεί. Σ’ έναν χρησμό λεγόταν για τη Δήλο:

Θα σείσω τη Δήλο που δεν σείστηκε ποτέ.

Στη γλώσσα μας τα ονόματα των βασιλιάδων αυτών σημαίνουν: Δαρείος - ο δραστήριος· Ξέρξης – ο πολεμιστής· Αρταξέρξης – ο μεγάλος πολεμιστής, και θα ήταν προτιμότερο οι Έλληνες να τους ονομάζουν έτσι στη γλώσσα τους.



Οι τάφοι των Αρταξέρξη Ι (αριστερά) και Δαρείου, στην περιοχή Naqsh-i Rustam (12 χιλιομ. βορειοδ. της Περσέπολης)


[99] Αφού οι βάρβαροι έφυγαν από τη Δήλο, προσέγγισαν στ’ άλλα νησιά, όπου στρατολόγησαν άνδρες και πήραν ομήρους παιδιά νησιωτών. Όταν περιπλέοντας τα νησιά έφθασαν στην Κάρυστο (επειδή οι Καρύστιοι δεν έδωσαν ομήρους και δεν δέχονταν η πολιτεία τους να συμμετέχει σε εκστρατεία εναντίον των γειτόνων της, εννοώντας την Ερέτρια και την Αθήνα), οι Πέρσες τους πολιόρκησαν και κατέστρεψαν τη γη τους, έως ότου και οι Καρύστιοι αναγκάστηκαν ν’ ασπασθούν τη θέληση των Περσών.

[100] Μόλις οι Ερετριείς πληροφορήθηκαν ότι η εκστρατεία στρεφόταν εναντίον τους, ζήτησαν από τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν. Οι Αθηναίοι δεν αρνήθηκαν και τους έστειλαν τους τέσσερις χιλιάδες κληρούχους, οι οποίοι ήσαν εγκατεστημένοι στα χωράφια των ιπποτρόφων Χαλκιδέων. Οι Ερετριείς όμως δεν είχαν ξεκάθαρη απόφαση, γιατί, ενώ ζητούσαν βοήθεια από την Αθήνα, μελετούσαν δύο διαφορετικά σχέδια. Μερικοί απ΄ αυτούς ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στα βουνά της Εύβοιας. Άλλοι, λογαριάζοντας ότι θα είχαν να ωφεληθούν από τους Πέρσες, σχεδίαζαν προδοσία. Αφού τα πληροφορήθηκε αυτά ένας από τους πιο σπουδαίους Ερετριείς, ο Αισχίνης, γιος του Νόθωνος, τα αποκάλυψε στους Αθηναίους που είχαν έρθει και τους συμβούλεψε να γυρίσουν στον τόπο τους για να μην καταστραφούν κι αυτοί. Και οι Αθηναίοι άκουσαν τη συμβουλή του Αισχίνη.

[101] Οι Αθηναίοι, λοιπόν, πέρασαν στον Ωρωπό κι έτσι σώθηκαν. Οι Πέρσες ήρθαν από τη θάλασσα και αγκυροβόλησαν στην Ερετρική, στις τοποθεσίες Ταμύνες, Χοιρέας και Αιγίλια. Μόλις κατέλαβαν αυτά τα μέρη, αποβίβασαν αμέσως ιππικό κι ετοιμάζονταν να επιτεθούν εναντίον του εχθρού. Οι Ερετριείς ωστόσο δεν σκόπευαν να αντιπαραταχθούν και να δώσουν μάχη. Η κύρια φροντίδα τους ήταν πώς να προστατέψουν τα τείχη τους, γιατί είχε υπερνικήσει η γνώμη να μην εγκαταλείψουν την πόλη. Έγιναν πολλές επιθέσεις εναντίον του τείχους, και επί έξι μέρες σκοτώνονταν πολλοί κι από τις δύο πλευρές· αλλά την έβδομη μέρα ο Εύφορβος, γιος του Αλκιμάχου, και ο Φίλαγρος, γιος του Κυνέα, από τους επιφανείς πολίτες, πρόδωσαν την πόλη στους Πέρσες. Εκείνοι τότε εισέβαλαν στην Ερέτρια, σύλησαν τους ναούς και τους έκαψαν, εκδικούμενοι για τους ναούς που είχαν καεί στις Σάρδεις, και υποδούλωσαν τον πληθυσμό σύμφωνα με τις εντολές του Δαρείου.

[102] Αφού κυρίεψαν την Ερέτρια, έμειναν εκεί λίγες μέρες και ύστερα ξεκίνησαν για την Αττική, γεμάτοι ενθουσιασμό, νομίζοντας ότι θα κάνουν και στους Αθηναίους τα όσα είχαν κάνει στους Ερετριείς. Επειδή ο Μαραθώνας είναι το καταλληλότερο μέρος της Αττικής για να κινηθεί ιππικό και βρίσκεται πολύ κοντά στην Ερέτρια, εκεί οδήγησε τους Πέρσες ο Ιππίας, γιος του Πεισιστράτου.




[103] Όταν το πληροφορήθηκαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι αυτοί στρατό στον Μαραθώνα. Αρχηγοί του στρατού ήσαν δέκα στρατηγοί. Ο δέκατος ήταν ο Μιλτιάδης, του οποίου ο πατέρας Κίμων, γιος του Στησαγόρα, αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα για να σωθεί από τον Πεισίστρατο, γιο του Ιπποκράτη. Κι ενώ ο Κίμων ήταν εξόριστος, συνέβη να νικήσει στους Ολυμπιακούς στο τέθριππο. Την ίδια νίκη είχε πετύχει και ο ομομήτριος αδελφός του Μιλτιάδης. Στην επόμενη Ολυμπιάδα είχε πάλι νικήσει με τα ίδια άλογα, αλλά δέχτηκε να ανακηρυχθεί νικητής ο Πεισίστρατος και χαρίζοντάς του τη νίκη κατόρθωσε να επιστρέψει στην Αθήνα με εγγυήσεις για τη ζωή του. Αφού νίκησε και τρίτη φορά στην επόμενη Ολυμπιάδα με τα ίδια άλογα, τον σκότωσαν οι γιοι του Πεισίστρατου, όταν ο Πεισίστρατος δεν ζούσε πια. Έβαλαν ανθρώπους τους και τον παραφύλαξαν τη νύχτα κοντά στο πρυτανείο. Ο τάφος του Κίμωνα βρίσκεται μπροστά στην πόλη, πέρα από την οδό που περνάει από το προάστιο το οποίο ονομάζεται Κοίλη. Τα άλογα που του χάρισαν τρεις Ολυμπιακές νίκες τα έθαψαν απέναντί του. Και τα άλογα του Ευαγόρα του Λακεδαιμόνιου νίκησαν τρεις φορές, περισσότερες όμως νίκες δεν κέρδισαν άλλα άλογα. Ο μεγαλύτερος γιος του Κίμωνα, ο Στησαγόρας, βρισκόταν τότε στην Χερσόνησο, κοντά στον θείο του Μιλτιάδη· ο νεώτερος ήταν με τον Κίμωνα στην Αθήνα και είχε το όνομα του Μιλτιάδη, ο οποίος είχε ιδρύσει την αποικία στην Χερσόνησο.

[104] Αυτός ο Μιλτιάδης, λοιπόν, που είχε έρθει από την Χερσόνησο, ήταν στρατηγός των Αθηναίων· είχε μάλιστα δυο φορές ξεφύγει τον θάνατο: την πρώτη φορά οι Φοίνικες τον καταδίωξαν έως την Ίμβρο και είχαν μεγάλη επιθυμία να τον πιάσουν και να τον οδηγήσουν στον βασιλιά. Τη δεύτερη, όταν ξέφυγε από τους Φοίνικες, γύρισε στον τόπο του, νομίζοντας ότι ήταν ασφαλής, αλλά καιροφυλακτούσαν οι εχθροί του και τον έσυραν στα δικαστήρια με την κατηγορία ότι κυβερνούσε ως τύραννος την Χερσόνησο. Απαλλάχθηκε όμως κι από αυτό, και οι Αθηναίοι τον ανακήρυξαν στρατηγό, εκλεγμένο από τον λαό.

[105] Προτού αναχωρήσουν οι στρατηγοί από την Αθήνα για τον Μαραθώνα, έστειλαν στη Σπάρτη έναν κήρυκα, τον Φειδιππίδη, που ήταν ταχυδρόμος το επάγγελμα. Καθώς είπε ο ίδιος ο Φειδιππίδης στους Αθηναίους, όταν βρισκόταν στο όρος Παρθένιο πάνω από την Τεγέα, συναντήθηκε με τον θεό Πάνα, που τον φώναξε με το όνομά του και του παρήγγειλε να ρωτήσει τους Αθηναίους γιατί δεν τον τιμούν καθόλου, ενώ αυτός ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντί τους και τους είχε φανεί χρήσιμος σε πολλές περιστάσεις, όπως θα τους φαινόταν και στο μέλλον. Και όλα αυτά, όταν αποκαταστάθηκαν πια τα πράγματα, οι Αθηναίοι τα πίστεψαν και ίδρυσαν ναό στον Πάνα κάτω από την ακρόπολη. Μετά από το μήνυμα αυτό, τον τιμούν κάθε χρόνο με θυσία και λαμπαδηφορία.

[106] Ο Φειδιππίδης αυτός ο οποίος στάλθηκε από τους στρατηγούς και που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, συναντήθηκε με τον Πάνα, την επομένη της αναχώρησής του έφθασε στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στους άρχοντες και τους είπε: Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σάς ζητούν βοήθεια. Μην ανεχθείτε μια πόλη αρχαιότατη στην Ελλάδα να υποδουλωθεί στους βαρβάρους. Η Ερέτρια έχει κιόλας υποδουλωθεί και η Ελλάδα έγινε ασθενέστερη κατά μία σπουδαία πολιτεία. Ο Φειδιππίδης τους ανακοίνωσε τα όσα είχε εντολή να πει και οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αλλά τους ήταν αδύνατον να στείλουν αμέσως βοήθεια, επειδή δεν ήθελαν να παραβούν το έθιμο. Ήταν η ένατη μέρα του μηνός και είπαν ότι δεν θα ξεκινούσαν σ’ εκστρατεία την ενάτη του μηνός, γιατί δεν είχε πανσέληνο.

[107] Οι Σπαρτιάτες, λοιπόν, περίμεναν την πανσέληνο, ενώ ο Ιππίας οδηγούσε τους βαρβάρους στον Μαραθώνα. Την προηγούμενη νύχτα είχε δει στ’ όνειρό του ότι κοιμόταν με τη μητέρα του. Συμπέρανε από το όνειρο ότι, όταν επανέλθει στην Αθήνα, θα πάρει πάλι την εξουσία και ότι θα τελειώσει υπέργηρος πια εκεί τη ζωή του. Από το όνειρο, αυτό το συμπέρασμα έβγαλε. Έδωσε οδηγίες στους Πέρσες να αποβιβάσουν τους Ερετριείς δούλους στο νησί που ονομάζεται Αιγίλια και ανήκει στους Στυρείς, και ν’ αγκυροβολήσουν τα καράβια τους στον Μαραθώνα. Όταν βγήκαν στη στεριά οι βάρβαροι και ενώ τους παρέτασσε για μάχη, άρχισε να φταρνίζεται και να βήχει δυνατότερα από ό,τι συνήθως· κι επειδή ήταν κιόλας πολύ γέρος και τα περισσότερα δόντια του κουνιόνταν από τον δυνατό βήχα, ένα δόντι του έπεσε στην άμμο. Προσπάθησε επίμονα να το βρει και, καθώς δεν έβρισκε το δόντι, αναστέναξε και είπε στους γύρω του: Η γη αυτή δεν είναι δική μας, ούτε και θα μπορέσουμε να την υποτάξουμε. Όσος τόπος μού αναλογεί, τον κατέχει τώρα το δόντι μου.

[108] Έτσι θεώρησε ο Ιππίας ότι επαληθεύτηκε το όνειρό του. Οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στο τέμενος του Ηρακλή και εκεί έσπευσαν να τους βοηθήσουν με όλες τις δυνάμεις του οι Πλαταιείς, οι οποίοι είχαν κιόλας προσαρτήσει την πόλη τους στην Αθήνα και οι Αθηναίοι πάλι είχαν κάνει πολλά γι’ αυτούς. Πιεζόμενοι πολύ από τους Θηβαίους, οι Πλαταιείς είχαν αρχικά προσφέρει την πόλη τους στους Λακεδαιμονίους και στον Κλεομένη, γιο του Αναξανδρίδη, που έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή· αλλά οι Λακεδαιμόνιοι, απορρίπτοντας την προσφορά τους, είπαν: Εμείς κατοικούμε μακριά από σας και η βοήθειά μας θα σας έρχεται άκαιρα. Θα υπάρχει χρόνος να σας υποδουλώσουν πολλές φορές, προτού καν εμείς το πληροφορηθούμε. Σας συμβουλεύουμε, λοιπόν, να προσφερθείτε στους Αθηναίους, που είναι γείτονές σας και θα μπορούν να σας βοηθήσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν αυτή την πρόταση στους Πλαιταιείς όχι από αγαθά αισθήματα, αλλά επειδή ήθελαν να έχουν οι Αθηναίοι προστριβές με τους Βοιωτούς. Αυτά, λοιπόν, τους συμβούλεψαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πλαταιείς ακολούθησαν τη συμβουλή. Όταν οι Αθηναίοι θυσίαζαν στους δώδεκα θεούς, οι Πλαταιείς κάθησαν ικέτες στον βωμό και προσφέρθηκαν στους Αθηναίους. Μόλις το πληροφορήθηκαν οι Θηβαίοι, εξεστράτευσαν εναντίον των Πλαταιέων, τους οποίους οι Αθηναίοι βοήθησαν. Κι ενώ επρόκειτο να ακολουθήσει σύγκρουση, μερικοί Κορίνθιοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί μπήκαν στη μέση και τους συμφιλίωσαν, καθορίζοντας τα σύνορα της περιοχής, με όρο οι Θηβαίοι ν’ αφήσουν ανενόχλητους όσους Βοιωτούς δεν ήθελαν να μετέχουν του κοινού των Βοιωτών. Αυτά αποφάσισαν οι Κορίνθιοι κι έφυγαν. Αλλά οι Βοιωτοί, τη στιγμή που αποσύρονταν οι Αθηναίοι, τους επιτέθηκαν, μα νικήθηκαν στη μάχη. Τότε οι Αθηναίοι διάβηκαν τα σύνορα που οι Αθηναίοι είχαν ορίσει για τους Πλαταιείς και οροθέτησαν τον Ασωπό ποταμό και τις Υσιές ως σύνορο των Θηβαίων με τους Πλαιταιείς. Έτσι, λοιπόν, προσφέρθηκαν οι Πλαταιείς στους Αθηναίους και πήγαν τότε να τους βοηθήσουν στον Μαραθώνα.

Β. Η μάχη
[109] Οι γνώμες των Αθηναίων διχάζονταν, γιατί ορισμένοι δεν ήθελαν να δώσουν μάχη, επειδή ο στρατός τους ήταν μικρός για ν’ αντιπαραταχθεί στη στρατιά των Μήδων, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Μιλτιάδης, επέμεναν να δοθεί. Καθώς διαφωνούσαν, υπερίσχυε η χειρότερη γνώμη. Υπήρχε ωστόσο κι ένας ενδέκατος ψηφοφόρος, αυτός που εκλεγόταν από τους Αθηναίους για να είναι πολέμαρχος (άλλοτε οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ίση ψήφο με τους στρατηγούς). Πολέμαρχος ήταν τότε ο Καλλίμαχος από τις Αφίδνες και ο Μιλτιάδης τον βρήκε και του είπε τα εξής: Από σένα, Καλλίμαχε, εξαρτάται ή να υποδουλώσεις την Αθήνα ή να την κάνεις ελεύθερη πολιτεία και να αφήσεις έτσι μνήμη δοξασμένη, τέτοια που ούτε ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων δεν άφησαν. Γιατί από τότε που υπάρχουν οι Αθηναίοι, ουδέποτε διέτρεξαν μεγαλύτερο κίνδυνο. Αν υποκύψουν στους Μήδους, είναι φανερό τι θα πάθουν όταν παραδοθούν στον Ιππία. Αν όμως η πόλη νικήσει, τότε μπορεί να αναδειχθεί η πρώτη από τις ελληνικές πόλεις. Και τώρα θα σου πω πώς είναι δυνατόν να γίνουν αυτά και πώς από σένα εξαρτάται η τελική απόφαση. Είμαστε δέκα στρατηγοί και οι γνώμες μας έχουν διχαστεί· οι μεν θέλουν να δώσουμε μάχη, οι άλλοι όχι. Αν δεν δώσουμε μάχη, φοβάμαι ότι θα ξεσπάσει μεγάλη διχόνοια, που θα κλονίσει το φρόνημα των Αθηναίων και θα μηδίσουν. Αν δώσουμε μάχη προτού ξεσπάσει τέτοια διχοστασία ανάμεσα στους Αθηναίους, τότε, εφόσον οι θεοί δεν μεροληπτήσουν, θα νικήσουμε στη σύγκρουση αυτή. Όλα τούτα είναι τώρα δική σου ευθύνη και από σένα εξαρτώνται. Αν δεχτείς τη γνώμη μου, τότε η πατρίδα σου θα είναι ελεύθερη και η πόλη σου θα είναι η πρώτη ανάμεσα στις ελληνικές –αν πάλι δεχτείς τη γνώμη των αντιθέτων, τότε θα σου συμβούν τα ενάντια από όσα σου απαρίθμησα.

[110] Με αυτά τα λόγια προσεταιρίσθηκε ο Μιλτιάδης τον Καλλίμαχο· και όταν προστέθηκε η γνώμη του πολέμαρχου, αποφασίστηκε να πολεμήσουν. Στη συνέχεια οι στρατηγοί που πίστευαν ότι έπρεπε να δοθεί μάχη, όταν ερχόταν η ημέρα που είχαν την αρχιστρατηγία, παραχωρούσαν τη θέση τους στον Μιλτιάδη. Ο Μιλτιάδης το δεχόταν, δεν θέλησε όμως να δώσει μάχη προτού φθάσει κανονικά η ημέρα της δικής τους αρχιστρατηγίας.

[111] Όταν, λοιπόν, ήρθε η σειρά του, οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν για μάχη ως εξής: στη δεξιά πτέρυγα αρχηγός ήταν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Τέτοιος ήταν τότε ο νόμος των Αθηναίων, να έχει ο πολέμαρχος τη δεξιά πτέρυγα. Αρχίζοντας απ’ αυτόν ακολουθούσαν οι φυλές κατά την αριθμητική τους σειρά, η μια μετά την άλλη. Τελευταίοι παρατάχθηκαν οι Πλαταιείς, στην αριστερή πτέρυγα. Από τη μάχη αυτή και μετά, όταν οι Αθηναίοι προσφέρουν θυσίες στις μεγάλες γιορτές τους, τις οποίες οργανώνουν κάθε πέντε χρόνια, ο Αθηναίος κήρυκας εύχεται οι Αθηναίοι να δίνουν τα ίδια και στους Αθηναίους και στους Πλαταιείς. Αφού παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα, συνέβη το εξής: επειδή το μέτωπό τους είχε το ίδιο μήκος με τη μηδική παράταξη, στη μέση είχε μικρό βάθος και στο σημείο αυτό η παράταξή τους ήταν πολύ αδύναμη, ενώ οι δύο πτέρυγες είχαν βάθος και ήσαν ισχυρές.

[112] Όταν, λοιπόν, παρατάχθηκαν και οι θυσίες φάνηκαν ευνοϊκές, τότε οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τρέχοντας εναντίον των βαρβάρων. Η απόσταση που χώριζε τις δύο παρατάξεις δεν ήταν λιγότερη από οκτώ στάδια. Οι Πέρσες, βλέποντάς τους να ορμούν τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν –νόμιζαν ότι οι Αθηναίοι τρελάθηκαν κι όδευαν στον όλεθρο, καθώς τους έβλεπαν λίγους να τρέχουν χωρίς να έχουν ούτε ιππικό ούτε τοξότες. Αυτά σκέπτονταν οι βάρβαροι. Αλλά οι Αθηναίοι όρμησαν σε πυκνό σχηματισμό και όταν συγκρούστηκαν με τους βαρβάρους πολέμησαν λαμπρά. Πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες, όσο εγώ ξέρω, επέπεσαν τρέχοντας εναντίον του εχθρού, και πρώτοι δεν δείλιασαν αντικρύζοντας τη μηδική στολή και τους άνδρες που τη φορούσαν. Μέχρι τότε οι Έλληνες και μόνο το όνομα των Μήδων όταν άκουγαν, τους έπιανε τρόμος.






[113] Η μάχη του Μαραθώνα διήρκεσε πολύ. Στη μέση της παράταξης νικούσαν οι βάρβαροι, εκεί που ήσαν παραταγμένοι οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες. Σε εκείνο το σημείο νικούσαν οι βάρβαροι και αφού προκάλεσαν ρήγμα, τους καταδίωξαν στο εσωτερικό. Αλλά στις δύο πτέρυγες νικούσαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. Αυτοί νικούσαν και αφήνοντας τους βαρβάρους να φεύγουν, οι δύο πτέρυγες ενώθηκαν και στράφηκαν εναντίον εκείνων που είχαν δημιουργήσει το ρήγμα στη μέση, και έτσι νίκησαν οι Αθηναίοι. Ενώ οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, τους ακολούθησαν σφάζοντάς τους έως ότου έφθασαν στη θάλασσα, όπου αναζητούσαν φωτιά για να κάψουν τα καράβια που αιχμαλώτιζαν.

[114] Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, αφού πολέμησε γενναία. Από τους στρατηγούς σκοτώθηκε ο Στησίλαος, γιος του Θρασύλεω. Επίσης σκοτώθηκε ο Κυνέγειρος, γιος του Ευφορίωνος, ενώ κρατούσε από την πρύμνη ένα καράβι· του έκοψαν τα χέρια του με πέλεκυ. Σκοτώθηκαν κι άλλοι Αθηναίοι, πολλοί ονομαστοί.




[115] Επτά από τα καράβια μπόρεσαν να κυριέψουν μ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι. Με τα υπόλοιπα οι βάρβαροι ανέκρουσαν πρύμναν, και αφού πήραν τους δούλους της Ερέτριας από το νησί όπου τους είχαν αφήσει, περιέπλευσαν το Σούνιο, με σκοπό να προλάβουν να φθάσουν στην Αθήνα πριν από τους Αθηναίους. Στην Αθήνα διατυπώθηκε η κατηγορία ότι αυτή τους την ενέργεια τη μηχανεύτηκαν οι Αλκμεωνίδες, οι οποίοι είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες να τους κάνουν σήμα, υψώνοντας ασπίδα, όταν εκείνοι θα ήσαν κιόλας στα καράβια τους.

[116] Οι Πέρσες, λοιπόν, περιέπλεαν το Σούνιο, αλλά οι Αθηναίοι, όσο πιο γρήγορα άντεχαν τα πόδια τους, έτρεξαν στην πολιτεία και κατόρθωσαν να φθάσουν πριν από τους βαρβάρους. Ξεκινώντας από το ιερό του Ηρακλή στον Μαραθώνα, στρατοπέδευσαν σε άλλο ιερό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες. Οι βάρβαροι κατευθύνθηκαν στο Φάληρο (αυτό ήταν τότε το λιμάνι της Αθήνας), αγκυροβόλησαν για λίγο εκεί και απέπλευσαν επιστρέφοντας στην Ασία.

[117] Στη μάχη του Μαραθώνα σκοτώθηκαν έξι χιλιάδες τετρακόσιοι περίπου βάρβαροι και εκατόν ενενήντα δύο Αθηναίοι. Αυτές ήσαν οι απώλειες που είχαν οι δύο παρατάξεις. Συνέβη κι ένα παράξενο περιστατικό. Ο Αθηναίος Επίζηλος, γιος του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία εκ του συστάδην, έχασε το φως του χωρίς να χτυπηθεί πουθενά στο σώμα, ούτε από κοντά ούτε από μακριά, και από τότε έμεινε σ’ όλη του τη ζωή τυφλός. Άκουσα να διηγούνται το εξής γι’ αυτό που έπαθε: Του φάνηκε πως είδε αντίκρυ του έναν οπλίτη μεγαλόσωμο, που το γένι του σκέπαζε την ασπίδα του. Το φάντασμα αυτό πέρασε κοντά του χωρίς να αγγίξει τον ίδιο, αλλά σκότωσε τον διπλανό του. Αυτά έμαθα πως έλεγε ο Επίζηλος.

[118] Ο Δάτις επιστρέφοντας με τον στρατό στην Ασία, σταμάτησε στη Μύκονο όπου είδε στον ύπνο του όνειρο. Τι ήταν το όνειρο δεν έγινε γνωστό, αλλά μόλις χάραξε η μέρα διέταξε να ψάξουν όλα τα καράβια· βρήκε λοιπόν σε κάποιο φοινικικό καράβι ένα άγαλμα του Απόλλωνος επιχρυσωμένο και ρώτησε από πού είχε κλαπεί. Όταν το έμαθε, πήγε με το καράβι του στη Δήλο. Είχαν κιόλας επιστρέψει οι Δήλιοι στο νησί τους και ο Δάτις άφησε το άγαλμα στον ναό τους, δίνοντάς τους εντολή να το μεταφέρουν στο Δήλιο που ανήκει στους Θηβαίους – το οποίο είναι παραθαλάσσιο μέρος αντίκρυ στη Χαλκίδα. Αφού έδωσε αυτή την εντολή, έφυγε, το άγαλμα όμως οι Δήλιοι δεν το επέστρεψαν, αλλά μετά από είκοσι χρόνια οι ίδιοι οι Θηβαίοι, ύστερα από χρησμό, το μετέφεραν στο Δήλιο.

[119] Ο Δάτις και ο Αρταφέρνης, όταν έφθασαν στην Ασία με τον στόλο, πήραν τους υπόδουλους Ερετριείς και τους οδήγησαν στα Σούσα. Προτού αιχμαλωτισθούν, ο βασιλιάς Δαρείος ήταν πολύ οργισμένος μαζί τους, επειδή πρώτοι τον αδίκησαν, αλλά μόλις είδε να τους φέρνουν μπροστά του ως υποχείριούς του, δεν τους κακομεταχειρίστηκε· τους έστειλε μόνο στην περιοχή της Κισσίας, στα κτήματά του που ονομάζονται Αρδέρικκα κι απέχουν από τα Σούσα διακόσια δέκα στάδια και σαράντα στάδια από το πηγάδι το οποίο βγάζει τρία διαφορετικά είδη – άσφαλτο, αλάτι και λάδι, που τα παίρνουν με τον εξής τρόπο: Για την άντληση μεταχειρίζονται έναν γερανό, στου οποίου την άκρη αντί για κουβά δένουν μισό ασκί. Το βουτούν για να γεμίσει και ύστερα το αδειάζουν σε δεξαμενή· κι απ’ αυτήν διοχετεύεται αλλού, όπου παίρνει τρεις μορφές. Η άσφαλτος και το αλάτι πήζουν αμέσως και το λάδι το συγκεντρώνουν σε αγγεία. Είναι μαύρο κι έχει βαριά μυρωδιά και οι Πέρσες το ονομάζουν ραδινάκη. Εκεί εγκατέστησε ο βασιλιάς Δαρείος τους Ερετριείς, που ως την εποχή μου κατοικούσαν τη χώρα αυτή και διατηρούσαν τη γλώσσα τους.

[120] Αυτά έγιναν με τους Ερετριείς. Οι Λακεδαιμόνιοι μετά την πανσέληνο έστειλαν στρατό από δύο χιλιάδες άνδρες στην Αθήνα, οι οποίοι βιάζονταν τόσο πολύ να προλάβουν, ώστε τους χρειάστηκαν μόνον δύο ημέρες πορεία από τη Σπάρτη στην Αττική. Έφθασαν όμως ύστερα από τη μάχη και ζήτησαν να δουν Μήδους, οπότε τους πήγαν στον Μαραθώνα και τους είδαν. Κατόπιν, αφού επαίνεσαν τους Αθηναίους για το κατόρθωμά τους, γύρισαν πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: